ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ: O AΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚ ΤΖΑΖ

Η μουσική του Ανδρέα Γεωργίου εντάσσεται στο πλαίσιο της λεγόμενης Έθνικ Τζαζ, δηλαδή της μουσικής Τζαζ που ενσωματώνει στοιχεία από τις παραδόσεις διαφόρων μουσικών πολιτισμών:

  • Μελωδικά, αρμονικά και ρυθμικά χαρακτηριστικά, και συχνά δάνεια από αυτούσιες παραδοσιακές μελωδίες.
  • Παραδοσιακά μουσικά όργανα. Ο ίδιος ο Γεωργίου έχει πειραματιστεί εκτενώς με τη χρήση διαφόρων τέτοιων οργάνων στη μουσική του, όπως η ταμπούρα και η μαντούρα (από την Ελλάδα), το πιθκιάυλι (από την Κύπρο), το σιτάρ και το σανάι (από την Ινδία) και η σάνζα (από την Αφρική).
  • Η διαφορετική θεώρηση της μουσικής πράξης (π.χ. η σημασία που έχει για τους Ινδούς η εποχή του χρόνου και η ώρα της μέρας κατά την οποία θα παιχτεί μια ράγκα).

    Είναι σημαντικό να τονιστεί εξαρχής ότι η χρήση των παραπάνω στοιχείων δεν είναι σε καμία περίπτωση δεσμευτική. Επιδιωκώμενος στόχος δεν είναι η ακριβής παραγωγή των εκάστοτε μουσικών μοντέλων, αλλά η διεύρυνση των εκφραστικών δυνατοτήτων και ο εμπλουτισμός του τελικού μουσικού αποτελέσματος.

    Ίδιον της έθνικ μουσικής είναι η ελευθερία στη χρήση του υλικού που επιστρατεύεται. Όταν μια παραδοσιακή μουσική παίζεται με τον αυθεντικό τρόπο, τότε δεν κάνουμε λόγο για έθνικ μουσική, αλλά για τη λεγόμενη "μουσική του κόσμου" (world music).

    Η έθνικ προσέγγιση στη μουσική τζάζ χρονολογείται από τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Το πρώτο σημαντικό άνοιγμα έγινε με τη λεγόμενη μπόσα νόβα, ένα νέο λατινοαμερικάνικο ρυθμό που δημιούργησε ο Τζοαο Τζιλμπέρτο. Στη δημοτικότητα και τη διάδοση του ρυθμού αυτού, καθώς και της λατινοαμερικάνικης μουσικής γενικότερα, συνέβαλε η επιτυχία της ταινίας του 1950 "Orfeu negro" (Ο μαύρος Ορφέας). Την ίδια χρονιά ο Τζιλμπέρτο κυκλοφόρησε τον θρυλικό πλέον δίσκo "Chega de saudade", με τη μπόσα νόβα, ένα νέο είδος χαλαρότερης σάμπας συνδυασμένης με τις πλούσιες αρμονίες της τζαζ.

    Ο νέος ρυθμός βρήκε σύντομα μεγάλη απήχηση.Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η στροφή προς τη μουσική της Βραζιλίας σηματοδότησε την έναρξη για τη μελέτη και άλλων μουσικών πολιτισμών όπως της Αφρικής και της Ινδίας, που άσκησαν ιδιαίτερη επίδραση στο δυτικό κόσμο.

    Όλα τα παραπάνω έχουν επηρεάσει σημαντικά και τη μουσική του Γεωργίου. Σημαντικότατη είναι η συνεργασία του με τον κορυφαίο βραζιλιάνο περκασιονίστα Αϊρτο Μορέιρα. Η Αφρική δίνει την πνοή της σε πολλές συνθέσεις του, στοιχείο που συχνά μαρτυρούν οι τίτλοι των έργων του. Από την Ινδία έχει σαφώς επηρεαστεί κυρίως από την συμπαντική προσέγγιση στο φαινόμενο της δημιουργίας.

    Αλλά αν η έθνικ προσέγγιση στη μουσική χαρακτηρίζεται από μια διάθεση για πειραματισμό, η διάθεση αυτή στη μουσική του Γεωργίου δεν περιορίζεται μόνο στην παραδοσιακή έθνικ αισθητική, αλλά επεκτείνεται και σε πολλά άλλα στοιχεία. Χαρακτηριστικός είναι και ο πειραματισμός του με διαφορετικά όργανα, που γεννιέται από την ανάγκη για διεύρυνση των εκφραστικών δυνατοτήτων της μουσικής του.

    Όπως ειπώθηκε ήδη, ο Γεωργίου χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτό διάφορα παραδοσιακά όργανα. Σημαντικότερη ωστόσο ήταν η κατασκευή μιας κιθάρας δικής του επινόησης.

    Ο ιδίος λέει χαρακτηριστικά: "Από την αρχή σχεδόν, από το 1980 είχα θέσει κάποιους στόχους. Το 1982 λοιπόν έφτιαξα την πρώτη μου δεκαεξάχορδη κιθάρα. Δεν υπήρχε πουθενά αυτή η κιθάρα. Είχα διαλογιστεί πάνω στο πως θα εφαρμόσω συγκεκριμένα αρμονικά συστήματα, αλλά και πολυρυθμία ταυτόχρονα, έτσι ώστε η κιθάρα να αποκτήσει μια άλλη οντότητα[...] Πρόκειται για ένα άλλο άργανο, στην ουσία το οποίο μελέτησα επί χρόνια[...] Αλλά προέκυπταν συνέχεια καινούρια ερώτηματα: Πως θα είναι η διάταξη ας πούμε. Έτσι πειραματίστηκα και στα χορδίσματα".

    Η διάθεση του Γεωργίου για εξερεύνηση διαφορετικών μουσικών δυνατοτήτων βρίσκει γενικότερη έκφραση στον τομέα της ενορχήστρωσης, με τις σχετικές μουσικές του αναζητήσεις να εξελίσσονται από δίσκο σε δίσκο.

    Τέλος η μουσική του χαρακτηρίζεται από την αρμονική συνύπαρξη επιρροών από διαφορετικούς κόσμους (καθέναν από τους οποίους εξερευνά σχεδόν στην ολότητά του):


  • Από την Τζαζ με τους έντονους ρυθμούς της και τον εφευρετικό αυτοσχεδιασμό, που βασίζεται στην αξιοποίηση κάθε στοιχείου της μουσικής.
  • Από την παραδοσιακή μουσική.
  • Από τη λόγια μουσική, στην οποία έχει ισχυρές βάσεις, όπως συμβαίνει συχνά στη σύγχρονη Τζαζ. Οι σπουδές του περιλαμβάνουν επίσης τη βυζαντινή μουσική (που αποτελεί ένα είδος λόγιας μουσικής της ανατολής), στοιχείο ευδιάκριτο στη μουσική του.

    Γενικότερα η μουσική του Γεωργίου βασίζεται πρωτίστως στο ρυθμικό στοιχείο, σε βαθμό μάλιστα που να μας φέρνει στο νου περισσότερο την παραδοσιακή τζαζ, παρότι σαν ήχος είναι πολύ διαφορετική.

    Λιγότερα είναι τα κομμάτια όπου κυριαρχεί το μελωδικό στοιχείο. Η εσωτερική τους δύναμη όμως είναι ακόμα μεγαλύτερη. Σημαντικό τους προσόν είναι και η χρήση απλών μελωδιών, οι οποίες προσδίδουν μεγάλη αμεσότητα. Εξάλλου, ολόκληρη η καλλιτεχνική δημιουργία έχει ως στόχο την προσέγγιση της απλότητας, που χαρακτηρίζει κάθε τι το όμορφο.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑΣ


ΤΟ ΑΠΟΓΕΙΟ ΤΗΣ ΚΙΘΑΡΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ο Ανδρέας Γεωργίου, παρά το ότι περνάει από τις ακουστικές κιθάρες (με 15 ή 16 χορδές) στην ηλεκτρική κιθάρα και από το σόλο στο μικρό μουσικό σχήμα αλλά και στο μείγμα free-traditional jazz της δεκαετίας του 80 (συμπεριλαμβανόμενης της δυαδικής όψης της jazz κατά την ίδια περίοδο), μοιάζει τελικά να τα περιφρονεί όλα αυτά. Η διαδικασία που ακολουθεί χαρακτηρίζεται ιδίως από την αίσθηση του για την ακρόαση, το διάλογο και μια συγκεκριμένη ροπή να αναζητεί (και να βρίσκει) την φυσική οικολογία των ήχων.

JEAN-CLAUDE QUEROY, ΜΟΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ECOUTER VOIR"


MARDEL JAZZ: AIRES DE RENOVACION


[...] Αυτή είναι η περίπτωση του Έλληνα Ανδρέα Γεωργίου, ο οποίος έχει απεικονίσει με έξοχο τρόπο τα χαρακτηριστικά αυτής της πανάρχαιας μουσικής που η ηχώ της αντηχεί σε διάφορους πολιτισμούς του Παλαιού Κόσμου.
Με ποικίλες κιθάρες (ακουστικές και ηλεκτρικές), με το ινδικό σιτάρ, το σαχνάι, το αφρικάνικο μπίρα, την καλίμπα και διάφορα κρουστά, o Ανδρέας βυθίζεται στις ρίζες των ελληνικών τρόπων και σε μια ρυθμική που προσεγγίζει απόηχους χορών χιλιετιών.
Ο Ανδρέας επιστρέφει με μύρο και ευφροσύνη σ' αυτό το χώρο που από το Αιγαίο εξακόντισε σ' ολόκληρο τον κόσμο ένα μουσικό σύστημα που εμπλουτίστηκε κατά τη διάρκεια των αιώνων. Είναι ένα αδιάκοπο πήγαιν' έλα, ένα θαυμαστό ταξίδι, στο οποίο μας οδηγεί μόνο το χέρι των εκλεκτών.
Το Mar del Jazz μοιάζει να βρίσκει σ' αυτή την κατηγορία των πρωτεργατών τον λόγο της ύπαρξής του.

Rene Vargas Vera
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "LA NACION" ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ


CD Reviews

Asate

Ανδρέας Γεωργίου

LM028-2

Διατίθεται από CD Baby.

Κριτική από τον Mark S. Tucker γραμμένη για το «Folk & Acoustic Music Exchange»
(progdawg@hotmail.com).

Έχω αναφερθεί στην μουσική διαδρομή του Ανδρέα Γεωργίου (Andreas Georgiou - Jua Ni Juu  http://www.acousticmusic.com/fame/p05563.htm,  Andreas Georgiou - Vananda  http://www.acousticmusic.com/fame/p05561.htm, Andreas Georgiou - Modus Vivendi  http://www.acousticmusic.com/fame/p05562.htm). Θα μεταπηδήσω άμεσα στην καταγραφή των αρετών αυτού του δίσκου, που αναγγέλλει την επιστροφή του Eberhard Weber και επιστρατεύει τους Airto Moreira και την Σαββίνα Γιαννάτου, επίσης «μορφές» της ατμοσφαιρικής τζαζ/ECM worlds (σημειωτέον ότι ο Moreira έχει μία ακόμη μακρύτερη ιστορική διαδρομή, όντας  πολύ παλιότερος «τρόφιμος» της επιφανούς επωνυμίας CTI και ένας πολύ υψηλών απαιτήσεων περκασιονίστας). Ο δίσκος αυτός αποτελεί έναν συγκερασμό όλων των επιτευγμάτων του Γεωργίου και δεν υπάρχει ούτε μία σύνθεση σε οποιαδήποτε από τις παραγωγές του που να αποκλίνει εκατοστό από τα υψηλότερα στάνταρτ.

Στη θέση του Paul McCandless, ο οποίος εμφανίζεται με το σαξόφωνό του στο Jua Ni Juu, ο Χάρης Λαμπράκης παίζει εδώ το καβάλ, ένα είδος ευθύαυλου, σε δύο συνθέσεις, αναπαράγοντας πολύ έντονα το Ελληνικό, Μεσογειακό και ακόμη Αραβικό ύφος. Η Γιαννάτου συνοδεύει το ύφος αυτό με τα αγγελικά της μελίσματα και ο Moreira είναι το ίδιο εξαίσιος και δαιμόνιος όπως ήταν από πάντα. Ο Γεωργίου έχει τον τρόπο να αναδεικνύει την μουσική ρώμη ακόμη και ήδη καταξιωμένων, σχεδόν καθαγιασμένων μορφών του χώρου, οι συνθέσεις του και το λαμπυρίζον παίξιμό του στην κιθάρα επαναφορτίζουν την παρόρμηση για τελειότητα, που δυστυχώς φθίνει σε μεγάλο βαθμό στον κόσμο της μουσικής συνολικά κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Βασιζόμενος κυρίως στους αγαπημένους του 15-χορδους και 16-χορδους άξονες, θέλγεται επίσης από τις αρετές της στάνταρτ κλασσικής του κιθάρας, την οποία «ταλαιπωρεί» σε αρκετά σημεία του έργου.  Ενώ έχω αναφερθεί στους περισσότερους από τους συγχρόνους του με τους οποίους «συγκατοικεί» μουσικά αρκετά καλά, θα πρέπει να σημειώσω ότι οι σύντομες συνθέσεις του νεωτεριστικού χαρακτήρα (ενβασιόν-ς) συγγενεύουν με το πρωτοποριακό έργο του Michael Hedges και «δένουν» υπέροχα με τα μαγγάκια και τους κυρίους της δισκογραφικής ετικέτας CandyRat που συνιστούν το επόμενο περιβάλλον της πρωτοπορίας για την κιθάρα. Ω, ξέχασα και κάτι ακόμη, τον ξεχασμένο από καιρό δεινό παίχτη, τον Alain Markusfeld, ο οποίος εξέδωσε μερικά Ευρωπαϊκά άλμπουμ και, εάν η μνήμη μου δεν με απατά, τζαμάρισε εδώ κι εκεί και, στην συνέχεια, εξαφανίστηκε αφότου συγκέρασε το παλιό και το νέο με τρόπους που την εποχή του τέλους της δεκαετίας του 70 και στις αρχές της δεκαετίας του 80 δεν έτυχαν ευρείας αποδοχής. Ο άνθρωπος ήταν ένας ανορθόδοξος βιρτουόζος και το ίδιο είναι και ο Γεωργίου.

Ο Weber έχει ορισμένα εξαιρετικά σόλο, ο Γεωργίου παίζει σαν δαίμονας και η Γιαννάτου είναι άκρως τερπνή, αλλά ο Moreira σχεδόν κλέβει την παράσταση. Η δουλειά του στο Rainforest είναι απίστευτη αλλά το υπόλοιπο της «βιτρίνας» εστιάζει σ’ αυτόν το ίδιο εντυπωσιακά. Ο κιθαρίστας δεν θα μπορούσε να έχει διαλέξει καταλληλότερο συμπαίκτη και μπορούμε να ελπίζουμε ότι σε μελλοντικά έργα θα δούμε τον Airto να επιστρέφει ξανά.

Περιοδικό HiTech, Χάρης Σαρρής, Φεβ. 2004:

Εκεί που η έμπνευση πηγάζει από τη γνώση και η συνεργασία μετουσιώνεται σε μουσική...Αυτή η φράση θα μπορούσε να χαρακτηρίσει το ξεχωριστό αυτό CD του Ανδρέα Γεωργίου, που μας παρασύρει στις μουσικές του διαδρομές. Οι ήχοι του μαρτυρούν την πολύπλευρη τριβή του με τη μουσική: συνθέτης, δεξιοτέχνης πολλών οργάνων, παραδοσιακών και δυτικών, με γνώση της βυζαντινής μουσικής αλλά και της τζαζ, σχεδιαστής καινούργιων οργανολογικών τύπων κιθάρας.. Όλα αυτά μετουσιώνονται σε ένα ήχο γνώριμο και μυστηριώδη, οικείο και πρωτάκουστο, με τη φαντασία να έχει τον πρώτο λόγο. Σύμμαχοί του μια ομάδα διακεκριμένων δεξιοτεχνών, που σφραγίζουν το τελικό αποτέλεσμα: ο Βραζιλιάνος Airto Moreira (κρουστά), ο Eberhard Weber (ηλεκτρικό κοντραμπάσο) και από ελληνικής πλευράς η Σαβίνα Γιαννάτου (φωνητικά) και ο Χάρης Λαμπράκης (φλογέρες). Είναι ένας δίσκος που πρέπει οπωσδήποτε να ακούσετε. Και ένα παράπονο: Είπαμε ότι ο δίσκος απευθύνεται και σε ένα διεθνές κοινό, ωστόσο θα έπρεπε να υπάρχει έστω και μία λέξη γραμμένη στα ελληνικά..

Τα μέρη:

  • Nea Selini (3:53)
  • Dhoro Exagnismou (3:23)
  • Let the Spirit Flower (7:00)
  • Rainforest (10:54)
  • Anthos Porfiron (2:46)
  • ISA (10:30)
  • Asate (8:37)
  • Sukuma Twende (4:50)

Όλα τα τραγούδια αποτελούν συνθέσεις και ενορχηστρώσεις του Αντρέα Γεωργίου.

Επιμέλεια έκδοσης: David N. Pyles
(dnpyles@acousticmusic.com)

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας 2009, Peterborough Folk Music Society
H παρούσα κριτική μπορεί να ανατυπωθεί μόνο μετά από έγγραφη άδεια και μνεία προέλευσης.


Jua Ni Juu

Ανδρέας Γεωργίου

CON 1087

Διατίθεται από CD Baby.

Κριτική από τον Mark S. Tucker γραμμένη για το «Folk & Acoustic Music Exchange»
(progdawg@hotmail.com).

 

Για ένα μικρό σχόλιο πάνω στα μέσα που αξιοποιεί για την μουσική του ο Ανδρέας Γεωργίου, αποταθείτε στην κριτική του Modus Vivendi (http://www.acousticmusic.com/fame/p05562.htm), μία παραγωγή που επικεντρώνεται ιδιαίτερα στα χαρίσματά του ως κιθαρίστα. Αυτή η παραγωγή, το Jua Ni Juu,  αποκαλύπτει την ευχέρειά του σε έργα οργανικού συνόλου με τους συναδέλφους αριστοτέχνες δασκάλους, τον Eberhard Weber και τον Paul McCandless. O Weber χρεώνεται ένα από τα ορόσημα της ατμοσφαιρικής jazz, το απαράμιλλο έργο Colors of Chloes, στην παρθένα εποχή της ECM και ο McCandless υπήρξε ιδρυτικό μέλος του γκρουπ Oregon, που ασχολήθηκε με την πρωτογενή μουσική του κόσμου, ένα ακόμη σήμα κατατεθέν της ECM. Εάν δεν είναι ήδη αυτονόητο, το θέμα είναι ότι από την  στιγμή που κατορθώσει κάποιος να έρθει σ’ επαφή με την Εκδόσεις Έργων Σύγχρονης Μουσικής (Editions of Contemporary Music – ECM), δεν είναι ανάγκη να ψάξει γι’ αλλού, έχει φτάσει στην κορυφή και, για να είμαστε ειλικρινείς, αυτός ο δίσκος αξίζει τον τίτλο της άμεσης μύησης σε αυτό το είδος πνευματικής τελείωσης.

Το Jua Ni Juu  ανακαλεί παραστατικά την παράτολμη, θολή, ορμητική περίοδο των πρωτολείων αριστουργημάτων του Manfred Eicher, την εποχή που οι Keith Jarett, Ralph Towner, John Abercrombie, Jan Garbarek, Terje Rypdal και μία πανοπλία άλλων μουσικών είχαν καταπιαστεί με την σύντηξη της παραδοσιακής, της κλασσικής, της τζαζ και άλλων προοδευτικών ειδών μουσικής σε μία νέα μουσική φόρμα. Το Jua Ni Juu  είναι μουσικά δουλεμένο σε στρατοσφαιρικό επίπεδο και δεν μπορεί παρά να δημιουργεί συνειρμούς που οδηγούν ένα βήμα προς τα πίσω, την εποχή που το ανατρεπτικό πνεύμα  των δεκαετιών του 60 και του 70 είχε μπολιαστεί με τις τέχνες, όταν η ποιότητα και η διάνοια αποτελούσαν τεκμήρια γνησιότητας και όχι απλές συμπτώσεις. Το κιθαριστικό έργο του Γεωργίου εδώ είναι πληθωρικό και ατμοσφαιρικό συνάμα ενώ ο McCandless μας παρουσιάζει μία από τις πιο συγκλονιστικές εκτελέσεις του πέρα από το Oregon και ο Weber συνοδεύει και τους δύο με ένα μελωδικά «καλώς συγκερασμένο» κοντραμπάσο.

Ο Mark Walker επιτυγχάνει μία απείρως θελκτική ερμηνεία στα τύμπανα και στα κρουστά, ένα συγκερασμό των Jack DeJohnette, Jon Christensen και Jeff Williams (τον παλιό ντράμερ του Dave Liebman), δίνοντας ένα σπάνιο παράδειγμα του ακριβώς γιατί στα χέρια ενός οραματιστή τα τύμπανα δεν θα πρέπει να είναι απλώς ο «μετρονόμος» ενός οργανικού συνόλου αλλά να συμμετέχουν ισότιμα στην μουσική συνομιλία. Αυτό που είναι το πλέον εκπληκτικό, όμως, είναι η στροφή του Γεωργίου στην ηλεκτρική κιθάρα στο μέσον του Jua a Furaha, ενός σόλο σε ροκ ύφος που βρίσκει τον κοντινότερό του συνοδοιπόρο στις παραγωγές της Sky (που αναδεικνύει τους John Williams και Kevin Peek) καθώς προκαλεί την σύντηξη του Fripp με τους Santana και Abercrombie.

Τα τέσσερα μέρη του έργου αυτού αποτελούν οργιαστικές εκφάνσεις καλλιτεχνικής φαντασίας και αναγεννησιακού θριγκού, ατέρμονοι τάπητες οριζόντων, παλιών και νέων πεδίων γνώσεων και ιδεών, θεόπνευστα ποιμενικά που λειτουργούν ως όνειρα οπίου για τον ακροατή που έχει την τύχη να τ’ ανταμώσει. Εάν είστε από εκείνους που λαχταρούσαν τις παλιές καλές εποχές όταν δεν μπορούσε κανείς να περιμένει για την επόμενη παραγωγή της ECM, τον καιρό που η επώνυμη φίρμα δεν μπλεκόταν σε περίεργες επιχειρηματικές τρικλοποδιές και δεν λοξοδρομούσε από δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας μικρόνοες ηλιθίους, τότε αυτός ο πόθος εκπληρώνεται εδώ, σε αυτό και στα πολλά άλλα CD που κυκλοφορούν από τον Αντρέα Γεωργίου.

Περιοδικό Δίφωνο, Μιχάλης Πολυχρόνης, Αυγ. 2007:

Ο Ανδρέας Γεωργίου αποτελεί μια χαμηλών τόνων, αλλά υψηλών προδιαγραφών, περίπτωση στο χώρο της πολύπαθης και γεμάτης σκαμπανεβάσματα ελληνικής τζαζ. Κύπριος στη καταγωγή, ζει και δραστηριοποιείται στην Ελλάδα με σημαντικές συνεργασίες από το μωσαϊκό της εγχώριας και της αλλοδαπής τζαζ σκηνής και φυσικά με πολλές κυκλοφορίες, οι οποίες κάθε φορά φανερώνουν ανάγλυφα την πορεία και την εξέλιξή του. Φαίνεται όμως ότι στην ιδιωτική του παραγωγή, Jua Νί Juu, ο συνθέτης επιχειρεί μια μουσική ανασκόπηση της συνθετικής του ιστορίας. Ο ίδιος, όπως πάντα, χειρίζεται τις αγαπημένες του 15χορδες και 16χορδες ακουστικές, κλασικές και ηλεκτρικές κιθάρες, ενώ στην παρέα του βρίσκονται και οι Eberhard Weber (5χορδο ηλεκτρικό διπλό μπάσο), Paul McCandless (σοπράνο σαξόφωνο) και ο Mark Walker (κρουστά και ντραμς). Γεμάτες φως οι τέσσερις συνθέσεις του δίσκου, φλερτάρουν με τον φιούζιον-τζαζ ήχο της ECM και επιμένουν να έχουν ως κέντρο αναφοράς τη μελωδικότητα όπου γύρω της υφαίνεται αριστοτεχνικά ο αuτοσχεδιαστικός ειρμός. Η μεσογειακή αύρα με κέντρο αναφοράς την ελληνική παράδοση είναι διάχυτη, μαζί με μνήμες από τις διάφορες εποχές του φιούζιον που όμως βοηθούν και σχολιάζουν διακριτικά και ποτέ δεν επιβάλλονται. Ο Ανδρέας Γεωργίου συνεχίζει με συνέπεια, ήθος και προσωπικό στιλ να συμβάλλει στη διατήρηση της ταυτότητας της ελληνικής τζαζ και αυτή η κυκλοφορία είναι ένας ακόμη πολύτιμος αρωγός της εξελικτικής αυτής διαδικασίας.

Τα μέρη:

  • Kua Ni Juu (10:53)
  • Jua a Furaha (9:56)
  • Jua Ni Kuchwa (9:17)
  • Shauri Yia Mungi (21:39)

Όλα τα τραγούδια αποτελούν συνθέσεις του Αντρέα Γεωργίου.

Επιμέλεια έκδοσης: David N. Pyles
(dnpyles@acousticmusic.com)

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας 2009, Peterborough Folk Music Society
H παρούσα κριτική μπορεί να ανατυπωθεί μόνο μετά από έγγραφη άδεια και μνεία προέλευσης.

 


Modus Vivendi

Ανδρέας Γεωργίου

CON 1089

Δεν βρέθηκε πηγή στο διαδίκτυο γι' αυτήν την παραγωγή του 1994

Κριτική από τον Mark S. Tucker γραμμένη για το «Folk & Acoustic Music Exchange»
(progdawg@hotmail.com).

 

Αν και ουσιαστικά άγνωστος σε αυτά τα κατατόπια, ο Ανδρέας Γεωργίου είναι ένας αριστοτέχνης δάσκαλος κιθαρίστας, ο οποίος έχει καταφέρει – μέσα όχι μόνο από ανορθόδοξες και καινοτόμες προσεγγίσεις, αλλά επίσης από βαθιά παραδοσιακή ευλάβεια προς το όργανο- να προσελκύσει ορισμένα από τα ονόματα που αποτελούν την αφρόκρεμα της Ευρωπαϊκής ατμοσφαιρικής τζαζ  στις ηχογραφήσεις του. Και πιο συγκεκριμένα, τους Eberhard Weber, Paul McCandless και την Σαββίνα Γιαννάτου, αν και αυτοί δεν εμφανίζονται στο εν λόγω έργο. Ακόμη και το πλέον σύντομο άκουσμα αυτού του CD επεξηγεί γιατί, μολαταύτα, συναγελάζονται ευχάριστα στη δουλειά του.

Ο Γεωργίου παίζει 15-χορδες και 16-χορδες κιθάρες (καθώς και την στάνταρτ ηλεκτρική), όργανα που φέρουν μία ταστιέρα μεγαλύτερη από τους πήχεις των περισσότερων ανθρώπων και, ως εκ τούτου, όχι πάντοτε τον ευκολότερο άξονα που μπορεί κανείς να αδράξει, αν και, ο Γεωργίου κάνει να φαίνεται κάτι τέτοιο σαν παιχνιδάκι, καθώς τα δάχτυλά του ξεφαντώνουν σε στυλ Ralph Towner, Egberto Gismonti, Alain Markusfeld ή οποιονδήποτε από τους πλέον φτασμένους πολυπράγμονες κιθαρίστες. Το ν’ ακούς το έργο του Γεωργίου είναι σαν να καταλαβαίνεις τους ευρύτερους δυνατούς υπαινιγμούς για τις δυνατότητες που προσφέρει το όργανο αυτό. Το  Modus Vivendi είναι βασικά μία σόλο ερμηνεία επαυξανόμενη κατά περίπτωση από το φλάουτο και το σαξόφωνο του Δημήτρη Καραγάνη, μόνο που, ακούγοντας τον Καραγάνη, είναι προφανές το γιατί ο κιθαρίστας θα προσέλκυε στην συνέχεια τον McCandless: μόνο οι κατά νόηση μύστες θα μπορούσαν να βρεθούν σε διάταξη εφ’ ενός ζυγού με αυτόν.

Ακόμη συγκλονιστικότερο είναι το γεγονός ότι ολόκληρο το CD ηχογραφήθηκε ζωντανά, χωρίς περαιτέρω επεξεργασία και πολλαπλές ηχογραφήσεις, το ισοδύναμο παλιότερων τεκμηρίων από ετικέτες ηχητικά φίλιων LP που παρουσίαζαν άψογα ηχογραφημένα στρερεοφωνικά συναυλίες που έκοβαν την ανάσα με την ζωντάνια και την φρεσκάδα τους. Το  Modus Vivendi δελτιογραφείται τέλεια σε αυτές. Σε κανένα σημείο ολόκληρου του ρεσιτάλ δεν παύουν να είναι εντυπωσιακές οι ικανότητές του. Ακόμη και τα απλούστερα κομμάτια αντηχούν λεπτές αποχρώσεις και κύρος ενώ τα πολύπλοκα περάσματα και οι σειρές των συγχορδιών είναι τρυφηλά και μαγευτικά. Αυτό το CD και κάθε άλλη παραγωγή του Γεωργίου αποτελούν μία κατάδυση στην μοντέρνα κλασσική δομή και μετα-κλασσικιστική σκέψη και θεματική παρουσίαση …καίτοι σαφώς διατηρούν το άχρονο πολύ περασμένων ημερών.

Περιοδικό JAZZ & ΤΖΑΖ , Κορνήλιος Διαμαντόπουλος, Νεομβ. 2010:

Στnν δισκογραφία του Κύπριου (από τnν Αμμόχωστο) κιθαρίστα-συνθέτη Ανδρέα Γεωργίου, τα πράγματα ποτέ δεν ήταν μονοδιάστατα. Η γεωγραφία πάντα έπαιζε τον ρόλο τnς και οι νότες συνδέονταν με τόπους: n Μεσόγειος, n Αφρική, n εγγύς Ανατολή, n Ελλάδα ... Στον «Τρόπο Ζωής» ο χώρος μία ευρύτερη Δύσn, και ο χρόνος ένα space-time continuum ήτοι, n ένωσn του χωροχρόνου με τnν έννοια τnς τέταρτης διάστασης. Όπως λέει κι ο ίδιος: «ο καθένας μας έχει διαφορετική αίσθnσn του χρόνου και αυτό είναι πολύ φανερό στις μουσικές από διαφορετικές κουλτούρες σ' όλο τον κόσμο. Ο κάθε πολιτισμός έχει τον δικό του τρόπο αυτοέκφρασnς μέσω τnς μουσικής. Η καρδιά κάθε μουσικnς είναι ο ρυθμός και αυτός έχει να κάνει με το πώς ο καθένας μας ταξιδεύει στο τραίνο του χρόνου ... ». Μέσα από ποικίλες κουλτούρες του Κόσμου και μέσα από μία πλειάδα συνεργασιών ο μουσικός πειραματίζεται πάνω σε ό,τι λέει. nαίζοντας με σπουδαίους δημιουργούς (Eberhard Weber, Airto Moreira, Mark Walker, Rainer Bruninghaus, Paul McCandless, Σαβίνα Γιαννάτου κ.ά.) ο Γεωργίου διαμορφώνει το προσωπικό του αμάλγαμα δουλεύοντας τον ρυθμό και το μοτίβο ταυτόχρονα, παράλληλα, αξεδιάλυτα, όπως ο τραγουδοποιός τον στίχο με την μελωδία. Διαθέτει οπλοστάσιο τεχνικό ως - χρόνια τώρα - κιθαρίστας ολκής, θεωρητικό ως μαθητής του Δραγατάκn, του Σ. Καρρά και του Γ. Ρεμούνδου (ολοκληρωμένες σπουδές Δυτικής και Βυζαντινής Μουσικnς), αλλά και εμπειρικό οπλοστάσιο έχοντας ταξιδέψει πάρα πολύ, άρα, ακούσει από πρώτο χέρι τις παραδόσεις. Στο Modus Viνendi κυριαρχεί ο ήχος από τις πολύχορδες κιθαρικές ιδιοκατασκευές με 13 και 19 χορδές, υλοποιημένες από τον κατασκεuαστή λαουτιστή Λεωνίδα Βραχάτn, πάνω σε προτάσεις του Γεωργίου. Σε κάποια κομμάτια συμμετέχει ο Δημήτρης Καραγιάννnς στο φλάουτο και το σοπράνο σαξόφωνο. Εκτός από το παραδοσιακό κυπραίικο «Στείλε με μάννα για νερό», όλα τα tracks είναι συνθέσεις του Α. Γ. και χαρακτηρίζονται από σαφήνεια διατύπωσης, συναισθηματική ευφορία, λεπταίσθητη νοστιμιά, φραστική χάρη και αρμονική ευκρίνεια. Ηχογράφηση του 1992 προσφάτως αναδιατυπωμένn (remastered by Μιχάλης Νικολούδnς) στπν Aeolia. Δίσκος ειδικός, θετικός, ξεχωριστός στο είδος του. Ακούστε τον.

Τα μέρη:

  • Gyula's Systea (5:17)
  • Modus Vivendi (12:29)
  • Nostalgia (6:33)
  • Pragmatism (4:32)
  • Sunshine (6:54)
  • Andro's Systema (5:17)
  • Stile me Mana sto Nero (3:17)
  • Painters II (2:48)
  • Space-Time Continuum (5:28)

Όλα τα τραγούδια αποτελούν συνθέσεις του Αντρέα Γεωργίου εκτός από το Στείλε με Μάνα στο Νερό (παραδοσιακό σε διασκευή του Γεωργίου) 

Επιμέλεια έκδοσης: David N. Pyles
(dnpyles@acousticmusic.com)

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας 2009, Peterborough Folk Music Society
H παρούσα κριτική μπορεί να ανατυπωθεί μόνο μετά από έγγραφη άδεια και μνεία προέλευσης.


Vananda

Ανδρέας Γεωργίου

LM 016-2

Διατίθεται από την Trehantiri Music

Κριτική από τον Mark S. Tucker γραμμένη για το «Folk & Acoustic Music Exchange»
(progdawg@hotmail.com).

 

 

Δεν υπάρχουν επίθετα και επιρρήματα να περιγράψουν με ακρίβεια το εκθαμβωτικά λαμπερό έργο του Ανδρέα Γεωργίου. Έχοντας επισκοπήσει τα εκπληκτικά άλμπουμ Jua Ni Juu, Asate και Modus Vivendi, καταφθάνει τώρα στο προσκήνιο το Vananda, το οποίο παρουσιάζει όχι μόνο τους συνήθεις αστρικούς συμπαίχτες αλλά επίσης την Συμφωνική Ορχήστρα του Ερεβάν. Μα αυτός ο άνθρωπος δεν σταματά ποτέ να ξεπερνάει τον ίδιο του τον εαυτό;!;!

Ένα ισχυρό δευτερεύον θέλγητρο εδώ είναι η εκπληκτική, αλλά δυστυχώς σύντομη, παρουσία στο σαξόφωνο του Φλώρου Φλωρίδη σε δύο συνθέσεις, ειδικότερα στο Constantia, ένα άμεσο αντίστοιχο της θρυλικής μαεστρίας του Paul McCandless που, στα δικά μου αυτιά, εμποτισμένη με μία επίφαση οξύτητας, δεν φαίνεται να διαφέρει από αυτήν του Steve Lacy (από τον οποίο υποπτεύομαι ότι αντλεί την έμπνευσή του ο Paul McCandless). Ο Eberhart Weber επιστρέφει, δόξα τω θεώ, καθώς οι χρωματισμοί του συμπληρώνουν μοναδικά την ερμηνεία και την σύνθεση του Γεωργίου, όπως και η Σαββίνα Γιαννάτου με τα υπέρμετρης πραότητας άφατα φωνητικά. Η πιανίστα, Kora Michaelian, συμμετέχει σε ένα ζευγάρι κομματιών προσθέτοντας μία απόκοσμη διάσταση με τονικά/ατονικά «παιχνιδίσματα» και διαποίκιλση.

Τρεις συνθέσεις στο έργο αυτό μας παραπέμπουν στοModus Vivendi, δύο ντουέτα με τον Weber και ένα σόλο από τον κοντραμπασίστα. Ο ήχος του Gathering  συγγενεύει με τους Alex Skolnik και Stanley Clarke, καθώς «ξηλώνουν» τα δάχτυλά τους πάνω στην  ταστιέρα, μέσα από διάφορες τεχνικές που παράγουν ιδιαίτερα ηχοχρώματα (popping, pinging and pizzicato’ing), καθώς ο Γεωργίου μεταβαίνει σε ένα ύφος υψηλής αφαίρεσης και ο Weber συνεχίζει να εντυπωσιάζει στο κοντραμπάσο ενώ ο ήχος του μοιάζει να γλιστρά κελαρυστά  πάνω στο νερό. Για περισσότερα από 15 λεπτά συνεχίζουν με αδιάπτωτη ένταση μία αλληλεπίδραση που είναι τρομαχτικά εύκαμπτη και το ίδιο θαυμάσια χαοτική με την Γκουέρνικα του Πικάσο έως ότου καταλαγιάσει σε ένα μακρόσυρτο γαλήνιο μεσαίο τμήμα που αποτελεί μία αστείρευτη πηγή στυλιστικού αυτοσχεδιασμού.   

Το Lament, στο τέλος του δίσκου, είναι ένα ακόμη ντουέτο, που αυτή τη φορά εκπηγάζει  από ένα φασματικό τοπίο μυστηριωδώς παρόμοιο με ένα μέρος του έργου Solstice του Towner, μία τεχνική αντίθεσης αλλόκοτης φύσης ύφους Penderecki και θορυβοποιών και σκανδαλοποιών πνευμάτων. Η κιθάρα ηχεί σαν κοντραμπάσο και το κοντραμπάσο γίνεται ένα ανησυχαστικό πλάσμα μακριά μες το σκοτάδι. Κατά κάποιον τρόπο οι δυο τους καταφέρνουν να μετασχηματίσουν τους άξονές τους (το πεντάχορδο ηλεκτρικό μπάσο, την άταστη ηλεκτρική κιθάρα) σε ένα σανάι και ταμπουρά! Μη με ρωτήσετε πώς. Με το χειρισμό του δοξαριού; Δεν θα μπορούσα να πω κάτι τέτοιο ακριβώς, αλλά είναι απολύτως εκπληκτικό. Για μια ακόμη φορά ο Γεωργίου ανασταίνει με το ένα χέρι την υψηλόφρονη περίοδο της ECM και εάν αυτός δεν είναι ο μοναδικός λόγος να εντρυφήσει κανείς στο έργο του τότε μένω απολύτως άναυδος ως προς το τι απαιτείται γι’ αυτό.

Τα μέρη:

  • Constantia (Σύνθεση: Γεωργίου/ Ενορχήστρωση: Γεωργίου) (6:37)
  • Vananda (Σύνθεση: Γεωργίου/ Ενορχήστρωση: Kora Michaelian) (3:52)
  • Gathering (Γεωργίου/Weber) (15:32)
  • Knowledge (Σύνθεση: Γεωργίου/ Ενορχήστρωση: Γεωργίου) (1:50)
  • Afro (Σύνθεση: Γεωργίου/ Ενορχήστρωση: Γεωργίου/ Michaelian) (12:47)
  • Crossing the Nile (Σύνθεση: Γεωργίου/ Ενορχήστρωση: Kora Michaelian) (2:59)
  • Lament (Ανδρέας Γεωργίου) (17:30)

Επιμέλεια έκδοσης: David N. Pyles
(dnpyles@acousticmusic.com)

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας 2009, Peterborough Folk Music Society
H παρούσα κριτική μπορεί να ανατυπωθεί μόνο μετά από έγγραφη άδεια και μνεία προέλευσης.